Μια «ηρωική» διαφυγή.

 

 

Απόσπαμα από ηχογραφημένη αφήγηση της Ελευθερίας Παττακού στις 23/5/2016.

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Ηρθανε μωρέ το πρωί, τα ξημερώματα, για να πάρουνε αυτούς που’χανε αγροτικά χρέη…

Ηρθανε στο σπίτι, τον ευρήκανε, τον επιάσανε…

Του περάσανε χειροπέδες γιατί ήτανε καταζητούμενος…

 

Λοιπόν,

παρόλο που είχανε ειδοποιήσει τον πατέρα μου ότι θα τον πιάσουνε γιατί είχε χρέη, το πρωί ήρθενε γιατί επρόκειτο να πάει στο κοπάδι του… και εσηκώθηκε για να του δώσει η μάννα μου φαγητό να φάει.

 

Είμαστε στη Γερμανική Κατοχή.

Αρχηγός του αποσπάσματος των χωροφυλάκων ήτανε ένας Σφακιανός από τον Καλλικράτη.

Ηρθανε και τον εσυλλάβανε και τον πήγανε στου προέδρου το σπίτι.

 

 

Να πάρουμε τα πράματα από την αρχή:

 

Εγώ άκουσα τη μάννα μου που φώναξε, και φοβήθηκα πως ήτανε Γερμανοί.

 

Λοιπόν,

δε θα ξεχάσω που ήμουνα στο επάνω σπίτι, ενώ οι γονείς μου ήτονε εις την κουζίνα

 

Και έβαλα το παλτό μου «απ’τα μανίκια», και πήδηξα από το παράθυρο, και άκουα που ανεβαίνανε από του Πολυζώη ίσα πάνω, τον είχανε πάρει και επηγαίνανε…

 

Επειδή είναι και ο αδερφός μου που τον εζητούν κι αυτόν οι Γερμανοί, κι επειδή ξέρω πως είναι σε ένα σπίτι… έτρεξα πήγα χτύπησα στη Στρατιούδαινα, άνοιξε την πόρτα (νύχτα βέβαια ήτονε ακόμη), άνοιξε την πόρτα, με πήρε από το χέρι γιατί ήτανε σκοτεινά, και τση λέω: «Θέλω να ειδοποιήσω το Γιώργο γιατί πήρανε τον πατέρα μου οι Γερμανοί».

Και με παίρνει από το χέρι και με πάει από πίσω απού’τονε το σπίτι το άλλο, ο αχερώνας, και πάω και χτυπώ και ξυπνά.

 

Του λέω: «Πήρανε τον πατέρα μας οι Γερμανοί και έχε το υπόψη σου και μην παρουσιαστείς, μπορεί να σε πιάσουν και σένα».

 

 

Και σηκώνομαι και φεύγω και πάω κατευθείαν στου προέδρου το σπίτι, και τότε είδα τον πατέρα μου με τσοι χειροπέδες.

 

Εγώ ήμουνα μια παιδούλα που δεν μπορούσα να φανταστώ το δικό μου άνθρωπο με χειροπέδες.

 

Επιτέθηκα χωρίς σκέψη στους χωροφύλακες.

 

Λέω: «Ατιμοι προδότες, είστε όργανα των Γερμανών, και επιάσετε τον πατέρα μου, και θα τιμωρηθείτε».

 

Ητανε ένας ωραίος άνθρωπος ο Σφακιανός ο αποσπασματάρχης , και δεν άντεξε και μου λέει: «Θα πιάσω να σου πετάξω την μπόμπα (τη χειροβομβίδα) να σε διαλύσω. Εσένα οι Σφακιανές δε σε φτάνουν. Τέτοιες γλωσσούδες δεν είναι…».

 

Εγώ έλεγα, έλεγα, έλεγα...

 

 

Και ξημερώνει.

 

Και κάποιος είπε πως ο Γιώργος ανέβηκε στα βουνά.

 

Πήγα στο βουνό προς τις Πλάτες, εκεί που τώρα είναι το νερό και έχουνε φυτέψει κερασές.

 

Λοιπόν, «τακ» και βλέπω τσ΄ αντάρτες.

Όχι αντάρτες δεξιούς… Αριστερούς…

 

Δεκαεφτά αντάρτες με αρχηγό από το Σπήλι το Θανάση, και μου λένε: «Ελευθερία τι έχεις; Γιατί κλαις;»

 

Λέω: «Τον πατέρα μου συλλάβανε».

 

Λένε: «Μη στενοχωράσαι. Εμείς θα τον ελευθερώσομε».

 

Λέει ο αρχηγός: «Βρε παιδιά, επειδή είναι Ελληνες δεν πρέπει να των επιτεθούμε… Θα τσοι ειδοποιήσουμε. Ποιος θα πάει να ειδοποιήσει; Ποιον ξέρεις από τους χωροφυλάκους;».

 

Και ήξερα ένα απαίσιο άνθρωπο, δεν θυμούμαι πως τον λέγανε.

 

Λοιπόν, προχωρούμε και πλησιάζουμε στο σπίτι του πρόεδρου με μόνο το Θανάση.

 

Και μου λέει ο Θανάσης «Ποιόν γνωρίζεις;»

Λέω τον τάδε, αυτόν τον «βρωμιάρη» που έλεγα.

 

Λοιπόν φτάνω στο σπίτι και του λέω «Ο Θανάσης σε θέλει».

 

Και με τη λέξη «Θανάσης», άρχισε κι έτρεμε.

Και μου λέει: «Το ξέρατε πως σας εζητούσανε, γιατί δεν επροσέχετε;»

 

Ο Θανάσης έρχεται στο σπίτι.

Αυτοί (οι αντάρτες) δεν φοβούνται. Γιατί ήτανε, καημένε, οι αριστεροί τότε παλικάρια…

 

Λοιπόν πάμε έξω από το σπίτι, του φωνάζω του άλλου κι έρχεται.

 

Ο Θανάσης λέει του μπάτσου: «Είμαστε πενήντα και πάσα αντίσταση είναι περιττή. Ο Χαροκόπος ο Ευθύμιος είναι καταζητούμενος από τους Γερμανούς και θα τον αφήσετε».

 

 

Ο νόμος ήτανε, ο καταζητούμενος (που πιάνανε οι χωροφύλακες) να τον παραδίδουνε μετά στους Γερμανούς, γιατί ήτονε αρχηγοί οι Γερμανοί να ελέγξουν την κατάσταση.

 

 

Προχωράει (ο Ευθύμιος) στον αρχηγό.

Του βγάζουνε τα τσελέκια (τις χειροπέδες).

Τον βάζουνε στου μπαρμπα Λευτέρη το σπίτι.

Καθίζει στην καρέκλα σαν τον κύριο.

 

(Ητανε Σφακιανός ο αρχηγός, όπως κι η γυναίκα του Λευτέρη).

 

Και λένε: «Θα φύγομε. Θα πάρομε το Χαροκόπο (τον Ευθύμιο) και θα φύγομε».

 

Ελα ντε, ο Χαροκόπος που δεν είχε ταυτότητα…

 

Και μου λένε: «Ελευθερία θα πας να φέρεις την ταυτότητά του».

 

Σηκώνομαι εγώ και πάω στο σπίτι, βρίσκω τα χαρτιά, παίρνω την ταυτότητα, αλλά (μπορείς να το πιστέψεις;) είδα τον αξιωματικό και με κοίταξε στα μάτια σαν να μου’λεγε «Βρε, βοήθησε…», τέτοιο πράγμα…

 

Λέω: «Πατέρα, έλα να πάρεις την ταυτότητά σου».

 

Κι έρχεται από του Λευτέρη μέσα και παίρνει την ταυτότητά του, και του κάνω έτσι… Οχι μόνο την ταυτότητα του δίνω, μόνο του παίζω κι ένα αμποστίδι, γιατί με το βλέμμα του ο αποσπασματάρχης μου έλεγε: «Πες του, του «παλαβού», να φύγει…».

 

Και φεύγει απ’τα σοκάκια εκεί….

Και μπαμ, μπαμ, μπαμ μερικοί πυροβολισμοί στον αέρα από τους χωροφύλακες…

 

Ένα παιχνίδι δηλαδή.

 

Οπότε λένε οι χωροφύλακες: «Εμάς μας ξέφυγε ο καταζητούμενος, αλλά εμείς κάναμε σωστά τη δουλειά μας».

 

Οι απέξω, οι αντάρτες, λένε: «Εμείς κάναμε σωστά τη δουλειά μας και επιβάλλαμε το σωστό στους χωροφύλακες».

 

Σα να λέμε: Μια «ηρωική» διαφυγή . . .

 

 

Λοιπόν, παιδί μου, η ζωή είναι παιγνίδι.

 

 

Τον αδεφό μου το Γιώργη τον έστελνε στα οζά ο πατέρα μου, μα δεν επήγαινε, μόνο έστελνε το Βαγγέλη (το μικρό αδερφό μας). Του Βαγγέλη δεν του άρεσε αυτό, γιατί ήθελε να σπουδάσει. Δεν ήθελε με τίποτα στον κόσμο να κάνει το βοσκό.

 

Ητανε των δημόσιων σχέσεων ο Γιώργης.

Και είχε καλές σχέσεις με τσι Γερακαριανούς.

 

Και το Γερακάρι έκανε το Γιώργη ήρωα, γιατί ο Κοκωνάς και ο Κουτελιδάκης ήτανε δυο αξιωματικοί στο Γερακάρι που κρατούσανε όλη τη διεύθυνση. Κι όταν είπανε «Ερχεται ο Κράιπε και τι να κάνουμε;», αυτοί είπανε «Στο Χαροκόπο να τον αμπώξουμε» . . . Αυτοί ήταν οι Γερακαριανοί αρχηγοί . . .

 

Και του λένε: «Γιώργη θα πάρεις το διάολο το στρατηγό, και αν είναι δυνατό θα τον επάς στον τόπο σου».

 

Και τον επήγανε, από το Γερακάρι, που των τον εδώκανε οι Ανωμεριανοί, τον επήγανε με τη νύχτα στην Πατσό, τον επήγανε εκεί στις Πλάτες.

 

 

Εκεί δεν ήταν πόλεμος, που λένε και λένε…

 

Οποιος βρισκότανε, του τους φορτώνανε και τελείωνε…

 

 

ΤΕΛΟΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ

 

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

 

 

Στην παραπάνω ιστορία που διηγείται η Ελευθερία (η κόρη του Ηγεμόνα),

ο πατέρας της σώζεται με τη βοήθεια του θάρρους της, των συμπτώσεων και του Θεού…

 

Δεν το έβαζε κάτω ούτε στιγμή.

 

Πάλευε ακόμα και όταν φαινόταν ότι δεν υπήρχε ελπίδα.

 

Το θάρρος και η αυταπάρνηση που είχε εκείνη την εποχή, 

συνόδευσαν την Ελευθερία σε όλη την μετέπειτα ζωής της,  

μέχρι και την τελευταία της πνοή στις 29 Μαρτίου 2018.

 

~~~~~~~~~~~~~~

 

Λίγες μόνο εβδομάδες μετά το θάνατο της αδερφής του Ελευθερίας,

και διανύοντας το εκατοστό έτος της ζωής του,

ο Γεώργιος Ευθ. Χαροκόπος έγραψε,

και μου έστειλε προς δημοσίευση (με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο),

το παρακάτω ποίημα:

 

 

 

Στην Κρητικιά αγωνίστρια που έφυγε
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Χαροκόπου – Παττακού  

(1922 – 2018 )

Επάλεψες ηρωικά εις τη ζωή σου όλη
ποτέ σου δεν εδείλιασες καθημερινή και σχόλη
κι’ η δράση σου, ασύγκριτη, θα παραμείνει αιώνια,
που στάθηκες ατρόμητη στης Κατοχής τα χρόνια
και στις πιό δύσκολες στιγμές αλύγιστη και πρώτη
στον κίνδυνο αντιστάθηκες αντρίκια και παρ’ ότι
υπήρχαν οι διστακτικοί ακόμη κι’ οι Γραικύλοι
κι’ αδιάφοροι πάρα πολλοί, μα υπήρχανε και φίλοι.

Ο Καπετάν ο Μπαντουβάς που ήταν η φοβέρα
των Γερμανών κατακτητών τη νύχτα και τη μέρα
εσένα πρώτη επαινεί και όχι καμμιά άλλη,
απ’ τις γυναίκες που έλαβαν μέρος σ’ αυτή την πάλη,
σ’ εκείνα τα απέριττα τα απομνημονεύματά του
και είναι αδιάψευστα εκείνα τα γραπτά του.

Κι’ ο Λοχαγός ο Μπίλι Μοςς και όλη η παρέα
που είχανε τον Γερμανό τον Στρατηγό Κράιπε απαγάγει
με τον Λη Φέρμορ, τον γνωστό, έγραψαν τόσο ωραία
γιά σένα, τον πατέρα σου, την οικογένειά σου

τιμή και για τον άντρα σου και τα οκτώ παιδιά σου
που τέτοια μάνα είχανε στα χρόνια τα δικά σου.

Κι’ εγώ που δεν παρέμεινα κι’ έφυγα για τα ξένα
ήξερα για το θάρρος σου και άφησα εσένα
βέβαιος πως αδίστακτα καλλίτερα από εμένα
Θα προχωρούσες άφοβα και όρθια ως το τέλος
και ο Τζιφάκης, ο Αρχηγός, σ’ ετίμησεν ως μέλος
της Κρητικής Αντίστασης και με άλλους Άγγλους πάλι
στο Ρέθυμνο εδώσανε δεξίωση μεγάλη
σαν τέλειωσε ο πόλεμος μαζί και ο πατέρας
γιατί μαζί τα φέρατε όλα σε αίσιο πέρας!

Ησουν καλή Χριστιανή αγνή με παρρησία
και ο Θεός σ’ αξίωσε να χτίσεις Εκκλησία
στην μνήμη του αξέχαστου συζύγου σου του Κώστα
εις την Πατσό, στον «Χάρακα», εκεί προς το λημέρι
που οι ξένοι μας κρυβόντουσαν χειμώνα, καλοκαίρι
κι’ όπου θα μνημονεύεστε σ΄ετήσιο πανηγύρι
για να θυμίζει την Πατσό και το Χρωμοναστήρι,
εκεί που αναπαύεστε στο ίδιο κοιμητήρι
και από κει ως το Βρύσινα πάνω με περηφάνεια
και από εκεί ψηλότερα, μέχρι τα Επουράνια.

Γεώργιος Χαροκόπος, ο αδελφός σου. ( 24/4/2018 )

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Το ποίημα χαραγμένο σε μαρμαρόπλακα τοποθετήθηκε στις Πλάτες, δίπλα από την υπάρχουσα επιγραφή με τα όσα λέει ο Stanley Moss στο περίφημο βιβλίο του για την οικογένεια του Ηγεμόνα του πατέρα τους και για τη φιλοξενία που τους προσφέρθηκε τότε, στα ζόρικα χρόνια της Γερμανικής κατοχής.

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

 

Ο Γεώργιος Ευθ. Χαροκόπος πέθανε στις 21/3/2019, ένα σχεδόν χρόνο μετά την αδερφή του Ελευθερία.

 

 

Μακαρία τους

 

 

 

Μανώλης Παττακός

γιός του Κωνσταντίνου και της Ελευθερίας,

εγγονός του Ευθύμιου Χαροκόπου.