2 Ιούνη 2010

 

 

Προς το Δήμαρχο Συβρίτου κ. Πετρακάκη

 

Κοινοποίηση:        Κοινότητα Πατσού

Κοινότητα Παντανάσσης

 

Στις 21 Μάη 2010, μετά το τέλος της Λειτουργίας στο ξωκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη θέση Πλάτες Πατσού, κληθήκαμε στα αποκαλυπτήρια μαρμάρινης πλάκας στην κοντινή θέση Χάρακας Πατσού, όπου κρύφτηκαν - φιλοξενήθηκαν το Μάη του 1944 ο Γερμανός στρατηγός Κράιπε, ο αρχηγός των απαγωγέων του και ταγματάρχης του Αγγλικού στρατού Patrick Leigh Fermor, ο υπαρχηγός των απαγωγέων λοχαγός του Αγγλικού στρατού Stanley Moss και οι Κρητικοί κομάντος που συμπλήρωναν την ομάδα απαγωγής.

 

Θα ήταν, υποτίθεται, μια σεμνή τελετή σε ανάμνηση ενός ξεχωριστού γεγονότος που τίμησε και θα τιμά για πάντα τους Κρητικούς.

Δυστυχώς όμως, η τελετή και η επιγραφή δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, οι πρέπουσες.

 

Τώρα που ακόμα μπορώ, σας γράφω τη «δική μου αλήθεια» για αυτά που γνωρίζω και έζησα η ίδια από πάρα πολύ κοντά.

 

ΜΑΗΣ 1944

Ο Γιώργης (Γεώργιος Ευθυμίου Χαροκόπος) ο αδερφός μου επιστρέφει ξημερώματα στο σπίτι μας στην Πατσό, αφού παρέμεινε για δυο μέρες στο Γερακάρη για κάποια έκτακτη «δουλειά» που είχε πει πως του έτυχε.

Αρχικά μου λέει ότι έχει στο Χάρακα ξένους, και να βράσουμε ένα τσουκάλι γάλα να το πάμε.

Μα εκεί που μου μιλά τρέμει.

Τον ερωτώ τι συμβαίνει.

Με τα πολλά μας λέει πως: «είναι ο Γερμανός στρατηγός».

Πρωί ακόμα ο πατέρας μου παίρνει το γάλα και φεύγει για το Χάρακα.

Είχαμε λίγο χοντρό κριθάλευρο στο σπίτι. Είχαμε και λίγο ψωμί.

Κάνω πίττες με ανθότυρο.

Σφάζω ένα κόκορα και τον βράζω.

Αργά το πρωί πηγαίνω στο Χάρακα με το φαγητό.

Το κλίμα εκεί είναι εξαιρετικό.

Οι Κρητικοί κομάντος / απαγωγείς πειράζουν ο ένας τον άλλο για το ποιος είναι αυτός που του λείπει μυαλό και θα πρέπει να φάει το κεφάλι για να αποκτήσει του πετεινού τη «γνώση».

Στο Γερμανό στρατηγό, που είναι μόνιμα σοβαρός, φέρονται με σεβασμό. Εχουν όμως αποφασίσει να τον «διαλύσουν» αν τα πράγματα ξεφύγουν από τον έλεγχο.

Ο Leigh Fermor δεν έχει έρθει μαζί με την υπόλοιπη ομάδα γιατί πρέπει να επικοινωνήσει μέσω ασυρμάτου με το στρατηγείο στην Αίγυπτο για τα επόμενα βήματα της διαφυγής.

Αργά το απόγεμα γυρίζω στο σπίτι στο χωριό.

Την επόμενη, αργά το πρωί, ξαναπηγαίνω στο Χάρακα με ό,τι έχουμε στο σπίτι.

Εχει έρθει πια και ο αρχηγός των απαγωγέων Patrick Leigh Fermor με καλά, καθώς φαίνεται, νέα.

Στο Χάρακα έρχεται αργότερα και ο Ελευθέριος Γεωργίου Χαροκόπος, αδερφός του πατέρα μου, που έχει πρόσβαση στο μουλάρι του Κουρκουλού, απαραίτητου για τη μεταφορά του στρατηγού. Μαζί με το Λευτέρη έρχεται και ο Δημήτρης Στυλιανού Παττακός, ο μεγάλος αδερφός του Γιώργου Παττακού.

Εχουν φέρει ένα κατσίκι που το ψήνει ο Δημήτρης μέσα στο μιτάτο.

Οι υπόλοιποι κάθονται απέξω.

Αργά το μεσημέρι καθόμαστε όλοι, μαζί και ο Γερμανός στρατηγός, και τρώμε.

Ο Γερμανός στρατηγός εντυπωσιασμένος από την περιποίηση, παρά τη εμφανή φτώχεια μας, ρωτά τον Leigh Fermor γιατί οι Κρητικοί τους Εγγλέζους τους αγαπούν, ενώ τους Γερμανούς δεν τους θένε.

 

«Ελευθερία απάντησε εσύ στο στρατηγό» μου ζητά ο Leigh Fermor, που στη διάρκεια της κατοχής ήτανε, λίγο πολύ, σα συγγενής μας.

 

«Γιατί οι Γερμανοί μας εσκλαβώσανε, ενώ οι Εγγλέζοι μας βοηθούν να ελευθερωθούμε» απαντώ στο Γερμανό στρατηγό, που δεν έβγαλε άχνα.

 

Αργά το απόγεμα ετοιμάζονται να φύγουν.

Εχει ακόμα φως.

Ο θείος μου ο Λευτέρης με πλησιάζει: «Ελα Ελευθερία που κάτι θέλει να σου πει ο Leigh Fermor».

 

Ο Leigh Fermor κρατά ένα τυλιγμένο χαρτί.

Είναι αμήχανος.

Το τυλίσει, το ξετυλίσει, το ξανατυλίσει.

Τέλος μου λέει:

 

«Ελευθερία σε λίγο θα φύγομε. Κι επειδή θα πάρομε μαζί μας και τον αδερφό σου το Γιώργη. Κι επειδή . . . Κι επειδή . . . Κι επειδή . . . Θέλω να σου αφήσω αυτό το μικρό δώρο σε ένδειξη της ευγνωμοσύνης μας για τα όσα κάνατε για μας».

 

«Θεέ μου!» απαντώ, «Θεέ μου! Λεφτά; Λεφτά κύριε Μιχάλη;»,  έτσι λέγαμε το Leigh Fermor, «Μα εμείς ότι κάνομε το κάνομε για την Ελλάδα την πατρίδα μας. Αλλωστε θα πάρετε και το Γιώργη τον αδερφό μου μαζί σας. ΟΧΙ. ΠΟΤΕ.»

 

Ο Leigh Fermor δεν το βάζει κάτω.

Στη δεύτερη προσπάθειά του έχει σύμμαχό του το θείο μου το Λευτέρη Χαροκόπο που μου λέει, με ύφος που δεν σηκώνει αντίρρηση, «Ελευθερία θα το δεχτείς», σαν να δίνει διαταγή σε στρατιώτη του.

 

«ΟΧΙ. Με τίποτα στον κόσμο. ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ.» απαντώ και τα μάτια μου έχουν βουρκώσει και τρέχουν που πρέπει να παρακούσω το θειό μου.

 

Ο Leigh Fermor καταλαβαίνει, ντρέπεται και ζητάει συγνώμη.

Ξαναζητάει συγνώμη και βάζει τα χρήματα στην τσέπη του.

Όλα αυτά γίνονται παρουσία του Γερμανού στρατηγού.

 

ΧΩΡΙΣΜΟΣ

Στη συνέχεια αποχαιρετισμοί.

Ο μεγάλος αδερφός μου θα πάει μαζί τους.

Είναι πολύ πιθανό να μην ξαναϊδωθούμε.

Πρώτοι φεύγουμε εμείς για την Πατσό, φεύγουνε σε λίγο κι οι άλλοι με το Γερμανό, με κάποιους από την ομάδα να ακολουθούν διαφορετικό δρόμο για να μην κινήσουν υποψίες.

Για τον καβαλάρη Γερμανό στρατηγό έχει συμφωνηθεί να λένε, σε όποιον ρωτά, ότι είναι ένας Αμερικάνος.

 

ΑΡΓΟΤΕΡΑ

Μια-δυο ώρες αργότερα, σκοτάδι πια, επιστρέφει στο σπίτι στην Πατσό και ο πατέρας μου.

Κάποια στιγμή τον ακούω να λέει: «Κάτι μού’ βαλε μωρέ εδώ ο Leigh Fermor», και βγάζει από την τσέπη του ένα χάρτινο φακελάκι, το ξετυλίγει και διαβάζει:

«Κύριε Χαροκόπο, επειδή θα πάρομε μαζί μας το Γιώργη, επειδή θα σας τύχουν πολλές δυσκολίες, επειδή ζήτησα από τη Λευτερία να πάρει αυτό το μικρό δώρο αλλά αρνήθηκε, επειδή . . . επειδή . . . σας παρακαλώ να το δεχτείτε εσείς».

Με το που είδα το χαρτί και τις τρεις χρυσές λίρες, λύσσαξα.

Εβρισα τον πατέρα μου.

Τον έκανα σκουπίδι.

«Πούλησες, μωρέ» του λέω «το γιο σου για τρεις λίρες;»

«Τρεις λίρες τον έδωσες;»

«Πούλησες την πατρίδα σου;»

 

Κι όμως είχε κάνει αυτός, και οι δυο του αδερφοί, τόσα για την πατρίδα, που δεν θα του άξιζαν ούτε κατά διάνοια τέτοια λόγια:

 

ΗΡΩΕΣ

Ο Ευθύμιος Γεωργίου Χαροκόπος έδωσε αγώνα κατά των Τούρκων στην  Κρήτη (έφηβος ακόμα σκότωσε Τουρκοκρητικό «βάσανο» των χριστιανών της περιοχής).

Στο κάλεσμα του Βενιζέλου γύρισε, χωρίς δεύτερη σκέψη, από την Αμερική (όπου είχε φύγει μετανάστης) για να πολεμήσει εθελοντής δίπλα στον ήρωα Κλειδή στους απελευθερωτικούς αγώνες (σαν σκοτώθηκε ο Κλειδής, μετέφερε με αυτοθυσία τη σωρό του φίλου και αρχηγού του στο Μέτσοβο, στην εκκλησιά του προφήτη Ηλία όπου έγινε με τιμές η κηδεία του).

Πήρε ενεργό μέρος στη Μάχη της Κρήτης το 1941.

Αρπαξε από τους αλεξιπτωτιστές και παρέδωσε στο κινητό νοσοκομείο Ρεθύμνου κιβώτιο με Γερμανικό ιατροφαρμακευτικό υλικό, που κατά τον τότε επικεφαλής γιατρό Δασκαλάκη ήταν ανεκτίμητο (πολλές ζωές θα σώζονταν με αυτό), πιο σημαντικό και από τον αφανισμό εκατό Γερμανών αλεξιπτωτιστών.

Στη διάρκεια της κατοχής, το σπίτι του ήταν το κέντρο διερχομένων στην Πατσό. Ο Μπαντουβάς με τους αντάρτες του εκεί σταματούσε όποτε περνούσε από την περιοχή. Ομάδες Ελλήνων αγωνιστών, και αριστερών και δεξιών, ήταν πάντα καλοδεχούμενοι. Πάνω από 60 Εγγλέζοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες πέρασαν σταδιακά από εκεί και υποστηρίχτηκαν σοβαρά στην προσπάθειά τους να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. 

Ο Φραγκίσκος (Φραγκιάς) Γεωργίου Χαροκόπος, αδερφός του, υπηρετώντας ως στρατιώτης στους απελευθερωτικούς πολέμους της Ελλάδας τραυματίστηκε τόσο βαριά – η σφαίρα μπήκε από το στόμα και βγήκε από το σβέρκο – που θεωρήθηκε νεκρός και έμεινε για κάμποσες ώρες στο νεκροθάλαμο μέχρι να καταλάβουν ότι ζει, ενώ στη μάχη της Κρητης το 1941 ήταν και πάλι από τους πρώτους.

Ο άλλος αδερφός του, Ελευθέριος Γεωργίου Χαροκόπος, παρασημοφορήθηκε από πολύ νωρίς για την προσφορά του στον Ελληνικό Στρατό, ενώ στη συνέχεια τραυματίστηκε και αυτός βαριά: τα θραύσματα της εχθρικής σφαίρας παρέμειναν για πάντα δίπλα στην καρδία του αφού οι γιατροί έκριναν πιο επικίνδυνο να τα αφαιρέσουν.

 

Η ουσία όμως είναι πως με τον τρόπο του, ο Patrick Leigh Fermor κατάφερε να «περάσει» το δικό του.

 

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΝΑ ΠΑΩ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

Δυο βδομάδες μετά την αναχώρηση των απαγωγέων πέρασε από το σπίτι μας ο αρχηγός των Αγγλων στην Κρήτη, ταγματάρχης Tom (ή κύριος Γιάννης, που ήμασταν σαν συγγενείς) με το Κρητικό βοηθό του.

Του έδωσα μια κουβέρτα και τον πήγα 30 μέτρα πιο πέρα από το σπίτι, στη σκιά μιας δάφνης στο σωχώρι μας, να ξεκουραστεί. Ειδοποιήθηκε ένας φίλος και συγγενής μας που καταπιανόταν και με την τσαγκαρική να έρθει να διορθώσει τα ποδήματά του. Ξεκουράστηκε. Εψησα ένα κόκορα με πατάτες. Εφαγε.

Αργότερα ήρθε κι ο πατέρας μου. Αρχισε το μοιρολόι για τα χωριά που καίγανε οι Γερμανοί και για το ότι θα αφανιστεί η Κρήτη. «Μην κάνεις έτσι, κύριε Χαροκόπο», του είπε ο Tom. «Πόσα χωριά έκαψαν οι Γερμανοί; Δέκα; Η Κρήτη έχει 1460 χωριά και δεν υπάρχει περίπτωση να αφανιστεί».

Τότε ήταν που πρωτοάκουσα πόσα χωριά είχε η Κρήτη και μάλιστα από Εγγλέζο καθηγητή του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, τον Tom, που πριν φύγει με ρώτησε εάν ήθελα να με πάρει μαζί του στην Αίγυπτο. Αρνήθηκα. Του απάντησα ότι, καθώς γνώριζε, ήταν στην Αίγυπτο ο αδερφός μου και δεν έπρεπε να λείψω και εγώ από το σπίτι μας.

 

ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΚΡΑΪΠΕ

Η περίπτωση του Κράϊπε δεν ήτανε η εξαίρεση.

Με τέτοια και παρόμοια πέρασε η Γερμανική κατοχή.

Με πολλή δουλειά στα χωράφια και στα ζωντανά (οι άντρες του σπιτιού έλειψαν για μεγάλες περιόδους).

Με φροντίδα και υποστήριξη των συμμάχων και των ανταρτών.

Με παραπλάνηση των κατακτητών Γερμανών.

Με απόγνωση, κλάμα και  προσευχές.

 

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Μετά την απελευθέρωση, στα εγκαίνια του ηρώου στο Γερακάρη προς τιμή των εκτελεσθέντων Γερακαριανών (όλοι γνωστοί μας, πολλοί από αυτούς συγγενείς μας από τη μεριά της μητέρας μου), με έβαλαν να καταθέσω το στεφάνι και να απαγγείλω τους στίχους:

«Σε σας, τιμημένα μου αδέρφια,

 που πολεμήσαμε μαζί τα χρόνια της σκλαβιάς,

 καταθέτω το στεφάνι αυτό σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης».

 

Μετά την απελευθέρωση στη μεγάλη γιορτή στο Αρκάδι, ήμασταν με τον πατέρα μου στο επίσημο τραπέζι.

 

Στον υπουργό Παπαδογιάννη που με ρώτησε, απάντησα πως «αν η Πατσός δεν κάηκε από τους Γερμανούς, είναι γιατί δεν είχε προδότες».

 

Μετά την απελευθέρωση, φτάνοντας με τον τότε υπουργό Κεφαλογιάννη και τον Μπαντουβά από το Ηράκλειο στο Ρέθυμνο, στο καφενείο του αγωνιστή Μηνά όπου είχαν συγκεντρωθεί οι οπλαρχηγοί του Ρεθύμνου, με έδειξε ο καπετάν Μανώλης Μπαντουβάς και τους βροντοφώναξε: «ό,τι έκανε μωρέ για τον αγώνα τούτη η κοπελιά, δεν το κάνατε ούλοι σας μαζί».

 

Κι όμως όταν χρειάστηκα ένα χαρτί από το συγγενή μου «ότι συμμετείχα στην αντίσταση», μου το αρνήθηκε.

 

Το ίδιο χαρτί μετά χαράς μου το έδωσε ο Καπετάν Μανώλης Μπαντουβάς, ο ήρωας, αυτός που και μόνο στο άκουσμα του ονόματός του έτρεμαν οι Γερμανοί.

Η βαθιά εκτίμηση και αγάπη που μου είχε ξεκίνησαν όταν (από τα απομνημονεύματά του):

Εφθάσαμε στην Πατσό.

Εις την Πατσό μας εφέρανε το μεσημέρι φαί στα βουνά.

Εκεί ήρθενε και μια κοπέλα, Λεφτερία Χαροκόπου, τότε δεκατεσσάρων ετών.

Ο Τομ (ο Εγγλέζος) βλέποντας την προθυμία εκεί τση περιφέρειας είπενε στην κοπέλα:

«Ειστε πολύ καλοί οι Ελληνες, αλλά δεν έχετε πολιτισμό».

Τον απαντά η κοπέλα:

«Όταν εμείς οι Ελληνες εκάναμε Παρθενώνες, εσείς είστε στα δέντρα κι είχετε φωλεές σαν τα πουλιά. Τον πολιτισμό που λέτε πως έχετε, μας τον έχετε κλέψει. Αλλά η ρίζα του πολιτισμού  είναι απ’την Ελλάδα.

Τότε την εσυχάρηκα και τση λέω:

«Αμα λευτερωθούμε και παντρευτείς, θέλω να σε στεφανώσω».

Και πράγματι ο Καπετάν Μανώλης Μπαντουβάς με στεφάνωσε το 1951.

 

ΔΟΥΛΑ ΚΑΙ ΚΥΡΑ

Στην Κρήτη λένε πως η καλή νοικοκερά είναι δούλα και κυρά.

Εικοσιδυό χρονώ Κρητικοπούλα ετοίμασα, έψησα, κουβάλησα, περιποιήθηκα την ομάδα των απαγωγέων όσο καλύτερα γινόταν, με τα μέσα που υπήρχαν. Σαν καλή δούλα.

Σαν καλή κυρά, στη συνέχεια, εικοσιδυό χρονώ Κρητικοπούλα όρθωσα το ανάστημά μου και έκανα αυτό που έπρεπε.

Ούτε το Γερμανό στρατηγό φοβήθηκα, ούτε το θειό μου υπάκουσα (όπως όφειλα κατά τα ήθη της Κρήτης), ούτε τον αρχηγό των απαγωγέων ντράπηκα.

Και γιατί να τον ντραπώ;

Εμείς ήμασταν οι οικοδεσπότες, εμείς τους κρύβαμε, εμείς τους ταϊζαμε, μαζί τους κινδυνεύαμε.

 

ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ

Ακριβώς εκεί, στη ρίζα του χάρακα που κρεμάσατε τη μαρμάρινη πλάκα, έβαλα και το Γερμανό και τον Εγγλέζο, τη στιγμή που έπρεπε, στη θέση τους:

 

Γιατί λέει δεν θέλαμε του Γερμανούς και αγαπούσαμε τους Αγγλους!

Μα ρωτάνε τέτοιες ανοησίες οι κατακτητές;

 

Αλλά και τον Patrick Leigh Fermor, αρνούμενη να δεχτώ πληρωμή. Γιατί αυτά που κάναμε δεν τα κάναμε για τους Εγγλέζους, για την πατρίδα μας την Ελλάδα τα κάναμε.

Και περηφανεύομαι ακόμα και σήμερα, ύστερα από 66 χρόνια, πως χάρη στο αδύνατο, ξιπασμένο κοριτσάκι,  η Αγγλία και η Γερμανία υποκλίθηκαν κείνη τη μέρα μπροστά στη σκλαβωμένη Ελλάδα.

 

Κι όμως το γεγονός αυτό, που θα μπορούσε να εμπνέει τα νέα Ελληνόπουλα, το μπέρδεψαν, το παραποίησαν και το έβαλαν στα μάτια τους.

Όπως και το ότι ήμουν η μόνη γυναίκα εκείνες τις δυο μέρες στο χάρακα.

 

ΑΛΛΟΙ ΣΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΥΘΕΝΑ

Στην τελετή στο Χάρακα, 21/5/2010, που εσείς ήσασταν ο πλέον επίσημος, δυο ονόματα ήταν χαραγμένα στη μαρμάρινη πλάκα.

Το δικό μου ούτε σε χαρτί.

Και δεν έπρεπε να παραπονούμαι, διαμαρτυρήθηκαν έντονα οι διοργανωτές της τελετής, γιατί «κατά κάποιο τρόπο συμπεριλαμβάνομαι στον έπαινο για την οικογένεια του Ευθυμίου Γεωργίου Χαροκόπου» (που δεν δέχτηκα να παραλάβω).

Να είναι καλά.

 

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ

Ο Παττακογιώργης (Παττακός Γεώργιος του Στυλιανού) και εγώ είμαστε πρώτα ξαδέρφια (η μητέρα του και ο πατέρας μου αδέρφια), συνομήλικοι και φίλοι. Για έξι χρόνια μοιραζόμασταν το ίδιο θρανίο στο δημοτικό σχολείο της Πατσού.

Όμως η αδικία είναι αδικία.

Και η αλήθεια είναι πάνω από φιλίες και συγγένειες. 

 

ΑΠΟ ΣΥΜΠΤΩΣΗ

Στην Κρήτη δεν κατέβηκα για την τελετή, ούτε θα κατέβαινα και να με καλούσαν.

Εδώ και δεκαπέντε χρόνια κατεβαίνω, μπορώ δεν μπορώ, κάθε Μάη του Αγίου Κωνσταντίνου για να καθαρίσουμε και να λειτουργήσουμε, με τους άλλους Πατσότες, το εκκλησάκι.

Ετυχε να κάνετε τα αποκαλυπτήρια τη μέρα που κάθε χρόνο είμαι εκεί.

Και αφού με κάλεσαν και ήρθα, χρέος μου ήτανε να πω το άδικο.

Αν είχε γίνει η τελετή πέντε μέρες πριν και απλά έβλεπα την επιγραφή «κατόπιν εορτής», θα έλεγα κάτι σαν «και τι περίμενες από δαύτους;» και θα τέλειωνε εκεί.

Αφού όμως έτυχε, καλύτερα να λέει την καθαρή αλήθεια η μαρμάρινη πλάκα, που θα στέκει εκεί ακόμα και όταν θα έχουμε πεθάνει όλοι μας.

 

ΟΙ ΤΙΜΗΘΕΝΤΕΣ

Δεν υποτιμώ αυτά που έκαναν οι «τιμηθέντες».

Είναι γεγονός ότι ο πρώτος που αναφέρεται στην επιγραφή, ο αδερφός μου Γιώργης, ανέλαβε σε πολύ δύσκολους καιρούς τη βαριά ευθύνη να οδηγήσει τους απαγωγείς με το στρατηγό στην κρυψώνα του Χάρακα στην Πατσό και στη συνέχεια προς τη νότια Κρήτη. Οι απαγωγείς, όπως τους το είχε ζητήσει, τον πήραν μαζί τους στην Αίγυπτο όπου υπηρέτησε στον Ιερό Λόχο.

Είναι επίσης γεγονός πως ο δεύτερος που αναφέρεται στην επιγραφή, ο ξάδερφός μου Γιώργος Παττακός, συνέδραμε τον πρώτο και όντως έσερνε για δυο μέρες το μουλάρι που μετέφερε το στρατηγό για να το επιστρέψει κατόπιν στον ιδιοκτήτη του.

Μα δεν είναι σωστό, επειδή έτσι κάπνισε σε κάποιους, να υποτιμάται και να παραγνωρίζεται η προσφορά των υπολοίπων, για χάρη των δύο.

Η ιστορία γράφτηκε τότε. Δεν ξαναγράφεται.

Αντί για τις γενικολογίες που ακούστηκαν από τους ομιλητές της τελετής, θα έπρεπε να έχουν ειπωθεί τα σχετικά γεγονότα, «ξερά»: αυτός έκανε τούτο, ο άλλος έκανε εκείνο, τα πράγματα έγιναν έτσι κι έτσι. 

Οσο για τον κίνδυνο, η αλήθεια είναι πως τον ίδιο ακριβώς κίνδυνο που πέρασαν οι δυο τιμηθέντες, τον πέρασαν και όλοι οι Πατσότες μηδενός εξαιρουμένου: σε περίπτωση αποτυχίας ή προδοσίας οι Γερμανοί δεν θα άφηναν στην Πατσό ούτε μυρωδιά Πατσότη, ούτε πέτρα πάνω σε πέτρα.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως γράφει και ξαναγράφει στα απομνημονεύματά του ο Καπετάν Μπαντουβάς:

«Σα δεν χύσεις το αίμα σου για την πατρίδα, τίποτε σημαντικό δεν έχεις κάνει».

Από τα πολλά ασήμαντα που έγιναν τότε στο Χάρακα, πιστεύω πως ξεχωρίζει η τόλμη, η ακεραιότητα και η σοφία που έδειξε μια Κρητικοπούλα ανάμεσα σε τόσους εμπειροπόλεμους αγωνιστές και «ήρωες».

 

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ

Σε ένα τόπο σαν την Κρήτη με τόσους ήρωες που το αίμα τους χύθηκε για την Ελλάδα, τι άλλο από υπερβολή και χάσιμο του μέτρου είναι το να γράφονται ονόματα ζωντανών σε μαρμαρόπλακες;

Και να είχαν κάνει ανδραγαθήματα σαν του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη, σύμφωνοι.

Εκεί όμως δεν χύθηκε σταγόνα αίμα.

Δεν έπεσε τουφεκιά.

Δεν άνοιξε μύτη.

 

Η τελετή ήταν λάθος όπως έγινε, αλλά έγινε και πάει.

Μα η μαρμάρινη πλάκα που στέκει εκεί είναι λάθος και θέλει διόρθωση.

Κοιτάξτε την όπως είναι τώρα.

Αφαιρέστε τα ονόματα στο κάτω μέρος της και ξανακοιτάξτε την.

Θα δείτε πως έτσι έπρεπε να είναι εξαρχής.

Ετσι θα ξεθυμάνει και ο θυμός που είδα στα πρόσωπα πολλών Πατσοτών που δεν παραβρέθηκαν στην τελετή.  

 

Σας ευχαριστώ που με ακούσατε

Ελευθερία χήρα Κωνσταντίνου Παττακού,

θυγατέρα Ευθυμίου Γεωργίου Χαροκόπου