2013, Απρίλης

 

Λίγα λόγια για την Ελευθερία (χήρα του Κωνσταντίνου Παττακού, κόρη του Ευθυμίου Γεωργίου Χαροκόπου).

 

Η Ελευθερία είναι σήμερα ενενήντα ενός ετών.

Παρά το ότι ήταν εξαιρετική μαθήτρια στο Δημοτικό σχολείο της Πατσού και ποθούσε να σπουδάσει, οι γονείς της αποφάσισαν να μη συνεχίσει στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου.

Το είχε μια ζωή, κι ακόμα το έχει, μαράζι.

Μέσα σε μεγάλη φτώχεια ανάθρεψε οχτώ παιδιά.

Από τη μια με τη Δωρεάν Παιδεία, όπως ίσχυε τότε, και από τη άλλη με το μαράζι της μάνας που δεν μπόρεσε η ίδια να σπουδάσει, αξιώθηκε να δει και τα οχτώ παιδιά της Μηχανικούς του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

Χωρίς την εμμονή της στην Μόρφωση και χωρίς τη Δωρεάν Παιδεία, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.

Και μόνο για τον άθλο της αυτό, σε άλλα μέρη του κόσμου θα την είχαν «πρότυπο μάνας», πρότυπο ανθρώπου που δεν το βάζει κάτω ποτέ, θα την τιμούσαν.

Της άρεσε να λέει στα μικρά παιδιά της την ιστορία μιας Αμερικανίδας μάνας που, όπως είχαν γράψει οι εφημερίδες, την έκαναν επίτιμο καθηγητή στην πατρίδα της, στο ξακουστό Πανεπιστήμιο από όπου είχαν αποφοιτήσει και οι τρεις γιοι της.

 

 

Τα παρακάτω αποτελούν συνέχεια όσων αναφέρονται, τον Ιούνη του 2010, στην επιστολή της Ελευθερίας προς τον τότε Δήμαρχο Συβρίτου (διαθέσιμη στο https://www.pattakon.com/gr/harakas.htm ).

 

 

Μετά το Χάρακα.

 

Κατοχή.

Αργά το απόγεμα της 9ης Μαΐου 1944 οι απαγωγείς με το Γερμανό στρατηγό Κράιπε αναχωρούν για τη νότια Κρήτη με τελικό προορισμό την Αίγυπτο. Λίγο πριν την αναχώρηση ο Γερμανός Στρατηγός ακριβοχαιρετά τη νεαρή Ελευθερία, εντυπωσιασμένος από όσα είδε  και άκουσε.

 

Παρένθεση:

 

Σε αρκετές περιπτώσεις οι Γερμανοί κατακτητές υποκλίθηκαν μπροστά σε «όρθιους» Ελληνες:

 

Όταν κάποτε δόθηκε αμνηστία, και  οι καταζητούμενοι έπρεπε να παρουσιαστούν στο κέντρο των Γερμανών για  την παραλαβή των σχετικών εγγράφων, πήγε και ο Ευθύμιος Γεωργίου Χαροκόπος, ο πατέρας της.

Σε σχετική ερώτηση του επί κεφαλής Γερμανού,  ο «αγράμματος» μα σοφός βοσκός Ευθύμιος, αφού σκέφτηκε κάμποσο, απάντησε περίλυπος: «Είχα μια πατρίδα κάποτε, και την έχασα…». Ο Γερμανός στρατιωτικός ταράχτηκε, υποκλίθηκε στον πατριωτισμό του Κρητικού και διέταξε να φέρουν κάθισμα να καθίσει αυτός ο Ελληνας.

 

Aπό τα απομνημονεύματα του καπετάν Μανώλη Μπαντουβά (αφήγηση 1977-78 στον Αντώνη Σανουδάκη):

«Μετά την απελευθέρωση όλες οι κυβερνήσεις εφροντίσανε με τι τρόπο θα εξεφτελίσουνε τους αγωνιστές , και όταν ‘νους αγωνιστή βρίσκανε το όπλο στο σπίτι (ν)του τον εβάζανε φυλακή.

. . .

Ενώ οι Γερμανοί, όταν ήθελα – να μπουν να ερευνήσουνε ένα σπίτι και είχενε τα όπλα ‘νους Μακεδονομάχου, εχαιρετούσανε και εφεύγανε.»

 

Της αναλήψεως (25 Μάη 1944) , δυο βδομάδες μετά το φευγιό των απαγωγέων από την Πατσό, η Ελευθερία με τη Σοφία Ψυχαράκη και τη μάνα της Σοφίας σηκώνονται νωρίς το πρωί και φεύγουν για το Σορό, ένα βουνό 1200 μέτρα ψηλό, νότια της Πατσού. Πάνε να προσκυνήσουν στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, δυο - τρεις ώρες περπάτημα σε κατσάβραχα, στην κορφή του βουνού. Είναι μια υποτυπώδης ξέσκεπη εκκλησία: ένας τρόχαλος γύρω-γύρω, στο ύψος του ανθρώπου, που προστατεύει κάπως από το δυνατό αέρα.

Γυρίζοντας αργά το μεσημέρι στο χωριό μαθαίνουν ότι όσο έλειπαν, μια μεραρχία Γερμανών έζωσε την ευρύτερη περιοχή της Πατσού και έψαξαν παντού. Είχαν μαζί τους και σκυλιά που ξετρύπωσαν δυο-τρεις Πατσότες που είχαν κρυφτεί σε σπηλιάρια / «τρύπες». Όμως δεν βρήκαν τίποτε, ούτε Εγγλέζους, ούτε άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία, κι έτσι το χωριό απέκτησε το τεκμήριο της «αθωότητας». Αυτό το «τεκμήριο αθωότητας» είναι, πιθανόν, η αιτία που σώθηκε το χωριό Πατσός όταν τρεις μήνες αργότερα οι Γερμανοί έκαψαν μια σειρά από χωριά που θεώρησαν ότι είχαν βοηθήσει τους απαγωγείς του Στρατηγού τους, και εκτέλεσαν τους άρρενες κατοίκους τους (Αμάρι, Γερακάρι, Κρύα βρύσι κλπ).

 

 

Στις δύσκολες καταστάσεις η τύχη έπαιξε καθοριστικό ρόλο.

 

Στα «σπάσματα», ένα χωράφι 500 μέτρα ανατολικά από το Χάρακα, οι Γερμανοί συλλαμβάνουν τον πατέρα της Ελευθερίας Ευθύμιο Χαροκόπο (Ηγεμόνα) που βόσκει αμέριμνος τα πρόβατά του.

Στην κωλότσεπη έχει ένα μικρό – όσο μια παλάμη – Εγγλέζικο κατασκοπευτικό όπλο. Από τύχη (ίσως κι επειδή τα μπαλωμένα ρούχα του φτωχού βοσκού βρωμούσαν) ο γερμανός στρατιώτης δεν επιχειρεί να τον ψάξει (όπλο, τότε,  ισοδυναμούσε με εκτέλεση).

Τον μεταφέρουν, όπως και κάμποσους άλλους Πατσότες, για εξακρίβωση στοιχείων και ανάκριση στους Αγίους Αποστόλους, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά από τη Πατσό.

Ο Γερμανός που ελέγχει τις ταυτότητες, μπερδεύεται με το όνομα «Σκαροσκόπος» που συλλαβίζει από τον κατάλογο και τις παράλληλες εξηγήσεις του Ευθύμιου πως άλλο «Σκαροσκόπος», άλλο «Χαροκόπος», και πως δεν έχει γιο δάσκαλο αλλά τέσσερις θυγατέρες. Ο Γερμανός τον στέλνει να ξανασταθεί στους «προς έλεγχο». Ο Ευθύμιος καταφέρνει να «χωθεί» στους ελεγχθέντες και στη συνέχεια απομακρύνεται με το όπλο ακόμα στην τσέπη του.

Λίγη ώρα αργότερα άλλος κρατούμενος, Πατσότης κι αυτός, πληροφορεί το Γερμανό ανακριτή πως το Χαροκόπο που έψαχναν, τον πατέρα του δάσκαλου, τον είχαν στα χέρια τους και τον άφησαν να φύγει (από τους ανακρινόμενους κάμποσοι  στάλθηκαν στο Τυμπάκι για καταναγκαστική εργασία).

 

 

Από τύχη  γλιτώνει και ο αδερφός της Γιώργης:

 

Γερμανική περίπολος έρχεται «πρόσωπο με πρόσωπο» με τον καταζητούμενο Γεώργιο Ευθυμίου Χαροκόπο, το δάσκαλο, στο δρόμο από Πατσό προς Παντάνασσα.

«Αλτ» φωνάζουν.

Ο Γιώργης ξέρει πως είναι χαμένος αν τον συλλάβουν.

Στην μια πλευρά του δρόμου έχει άγρια πυκνή βλάστηση, δάσος. Παλικαρίσια σαλτάρει με όλες του τις δυνάμεις στο δάσος και τρέχει. Ο Γερμανός πυροβολεί μα αστοχεί και ο Γιώργης γλιτώνει.

Μια κοπελιά του χωριού που έβοσκε τα ζωντανά της οικογένειάς της εκεί κοντά, παρατηρεί τη σκηνή και νομίζοντας πως οι Γερμανοί σκότωσαν τον Γιώργη ειδοποιεί τους δικούς του στην Πατσό.

Θρήνος.

Η Λευτερία τάσσει να γίνει καλόγρια αν η κακή είδηση είναι ψέμα.

Και ευτυχώς είναι.

Η Λευτερία ακόμη τρέμει την οργή του Θεού που δεν τήρησε το τάξιμό της.

 

 

Ενδεικτικό του «κλίματος» της εποχής:

 

Οι Γερμανοί έχουν αιφνιδιαστικά «περικυκλώσει» τον οικισμό του χωριού Πατσός και πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι διατάσσουν τη συγκέντρωση των χωρικών στην εκκλησία του χωριού.

Η Λευτερία μαγειρεύει όταν παρουσιάζεται Γερμανός στρατιώτης που διατάσσει: «Εκκλησία αμέσως».

Μέχρι να σβήσει τη φωτιά πρέπει να βρει τρόπο να ειδοποιηθούν ο πατέρας της και ο αδερφός της ο Γιώργης, που είναι στο αμπέλι τους, στη θέση «ρουπακιάς», ένα χιλιόμετρο βορειοδυτικά του χωριού.

Η μητέρα της, Βηθλεέμ, σκαλίζει στην «περβόλα», ένα χωράφι τους 300 μέτρα έξω από το χωριό, χαμηλά, που φαίνεται από την αυλή του σπιτιού τους.

Ο γερμανός ανυπομονεί.

Η Λευτερία φωνάζει: «Μητέρα, μητέρα».

«Ναι παιδί μου» ακούγεται η Βηθλεέμ.

«Μητέρα πηγαίνω στην Εκκλησία».

«Να μας παιδί μου» αποκρίνεται η Βηθλεέμ.

Ξανά: «Μητέρα, πρέπει να πάω στην εκκλησία».

«Να πας παιδί μου» αποκρίνεται και πάλι η Βηθλεέμ που προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει στην κόρη της.

Και η Λευτερία στην απελπισία της:

«Μητέρα, Γερμανός διατάσσει».

Επιτέλους το «μήνυμα» περνάει και η Βηθλεέμ τρέχει «με την ψυχή στο στόμα» να ειδοποιήσει το σύζυγο και το γιο της να προφυλαχτούν.

 

 

Ενδεικτικό επίσης του «κλίματος» της εποχής:

 

Γερμανοί αστυνομικοί, στρατιώτες και «συνοδοί» φτάνουν  στην Πατσό. Οι τρεις επί κεφαλής κρατώντας χάρτη κατηφορίζουν και φθάνουν στο σπίτι του Ευθύμιου όπου είναι μόνη της η νεαρή Ελευθερία.

Ο επικεφαλής των τριών τη ρωτά: « Που είναι ο πατέρας σου;»

«Στο Ρέθεμνος», απαντά αθώα η κοπελιά .

«Λες αλήθεια;» ξαναρωτάει ο Γερμανός,

«Γιατί να πω ψέματα; Ο πατέρας μου είναι στο Ρέθεμνος» απαντά η Λευτερία προσπαθώντας να δείχνει ψύχραιμη.

«Εσύ φοβάσαι», λέει ο Γερμανός .

«Γιατί να φοβάμαι;» απαντά η Λευτερία που όσο πάει ανησυχεί και περισσότερο. «Τους στρατιώτες να φοβάμαι;»

«Δεν τους φοβάσαι;» ρωτά  ο Γερμανός.

«Όχι δεν τους φοβάμαι», απαντά η Λευτερία, που το εννοεί.

(Λίγες μέρες πριν είχε σταματήσει στις Πλάτες, δίπλα στο Χάρακα, ο Μενέλαος Ξυλούρης με τους αντάρτες του. Είχαν μόλις επιστρέψει από την Αίγυπτο κρατώντας το νέο τους οπλισμό που «έλαμπε» κι έκανε, στα μάτια της Λευτερίας, τα όπλα των Γερμανών να φαίνονται τρίτης διαλογής.)

«Τους αγαπάς;» αλλάζει την ερώτησή του ο Γερμανός.

Η κοπελιά αποφεύγει την απάντηση πηγαίνοντας στο άλλο δωμάτιο να φέρει ρακί να τους κεράσει.

Ο επί κεφαλής πίνει το πρώτο ποτήρι μονορούφι. Ξαναβάζει ποτό στο ποτήρι η Λευτερία για να πιει και ο δεύτερος Γερμανός, αλλά το πίνει και πάλι μονορούφι ο αρχηγός τους. Παίρνει και το τρίτο ποτήρι και το πίνει κι αυτό.

«Αυτό φωτιά» του λέει η Λευτερία ανήσυχη για την κατάληξη.

«Εμείς φωτιά», λέει ο Γερμανός.

Τότε μόνο φτάνουν αλαφιασμένοι στο σπίτι η Βηθλεέμ η μητέρα της, και ο θείος της ο Φραγκιάς μαζί με ένα Πατσοτάκι που μαζεύει αυγά και τυρί για να ταΐσει το χωριό τους Γερμανούς.

 

 

Στη διάρκεια της Κατοχής η καταναγκαστική εργασία έδινε κι έπαιρνε:

 

Ο κοινοτάρχης της Πατσού, που δεν τον συμπαθούσε, έβαζε το όνομα του Ευθυμίου Γ. Χαροκόπου στη λίστα για καταναγκαστική εργασία, μα ο Ευθύμιος δεν υπάκουε και δεν πήγαινε, άσχετα από συνέπειες. Μια μόνο φορά έρχονται έτσι στραβά τα πράγματα που ο Ευθύμιος αναγκάζεται να ακολουθήσει την ομάδα. Φτάνουν στον τόπο της καταναγκαστικής εργασίας. Τον βλέπει ο Ελληνας επιστάτης του έργου που ξέρει την προσφορά του στον αγώνα, και απορεί: «Εσάς, κύριε Χαροκόπο, για καταναγκαστική εργασία;!». Του δίνει ένα μουλάρι να επιστρέψει στο χωριό και ένα χαρτί ότι «εκτελεί διατεταγμένη αποστολή να φέρει πασσάλους για τις ανάγκες του έργου». Φτάνοντας στην Πατσό ο Ευθύμιος χαιρετά δεικτικά τον κοινοτάρχη: «κύριε πρόεδρε, πεζό με έστειλες, καβαλάρης γυρίζω».

 

 

Πέρα από τους Γερμανούς, η φτώχεια και η πείνα ήτανε οι άλλες «κατάρες» εκείνων των χρόνων.

 

Οι κάμποσες δεκάδες συμμάχων στρατιωτών (Εγγλέζοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί) που βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι του Ευθυμίου Γεωργίου Χαροκόπου στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, έκαναν τις προμήθειες στο κατώι (το πιθάρι με τα ξερά φασόλια, τα δυο πιθάρια με το στάρι, το πιθάρι με το λάδι, το πιθάρι με το κρασί) να ελαττώνονται με ανησυχητικό ρυθμό, πριν το χειμώνα.

 

Ενας παρατηρητικός, και πονόψυχος, Εγγλέζος στρατιώτης που φιλοξενούσαν ρώτησε την Ελευθερία, που είχε το βάρος της φροντίδας τους (ζύμωμα, φούρνισμα, μαγείρεμα, νερό με τη στάμνα από τη βρύση του χωριού κλπ):

«Εμείς, καλά τρώμε τώρα. Εσείς, πως θα περάσετε το χειμώνα;»

 

Μια άλλη φορά, ένας νεαρός Αυστραλός στρατιώτης, ο Νίκος, που θα έτρωγε το βράδυ στο σπίτι τους πριν συνεχίσει προς τη νότια Κρήτη, θέλει να εντυπωσιάσει τη Λευτερία , που όλα κι όλα που είχε η οικογένειά της ήτανε καμιά εικοσαριά πρόβατα και μερικές κατσίκες, και της παινεύεται πως η δική του οικογένεια έχει πέντε «χιλάδες» πρόβατα.

Η κοπελιά, που όπως πάντα δεν δέχεται μύγα στο σπαθί της, του απαντά αμέσως πως, κατά που άκουσε από δυο άλλους Αυστραλούς στρατιώτες που φιλοξένησαν πριν από αυτόν, του ενός η οικογένεια είχε είκοσι χιλιάδες πρόβατα, του άλλου είχε πενήντα χιλιάδες πρόβατα.

Ο Νίκος ο Αυστραλός στρατιώτης απογοητεύεται, ίσα που δεν βάζει τα κλάματα. Περίλυπος απολογιέται στην «άπονη» Κρητικοπούλα: «Λευτερία, ντική μου οικογκένεια φτωκοί…».

 

Για να προστατέψει τη γυναίκα του και τα παιδιά του από την πείνα σε περίπτωση που οι Γερμανοί έκαιγαν (όπως «ακούστηκε») το σπίτι του, ο Ευθύμιος ζήτησε από τον φίλο του Παντινάκη Βαγγέλη, που είχε μεγάλο σπίτι, να του κάνει λίγο χώρο στην αποθήκη για να μεταφέρει εκεί, για κάθε ενδεχόμενο, τα τρόφιμα που θα συντηρούσαν την οικογένειά του το χειμώνα. 

Όταν άρχισε να τα κουβαλά με το γάιδαρό του, η γειτόνισσά και συντέκνισσά του Ελένη Πολυζώαινα Παττακού, που γνώριζε από πρώτο χέρι πόσοι και πόσοι κυνηγημένοι στρατιώτες και αντάρτες είχαν βρει καταφύγιο και φροντίδα στο σπίτι του γείτονά της, του φωνάζει:

«Σύντεκνε, μην ανησυχείς. Δεν θα αφήσει ο Θεός να καεί ένα σπίτι σαν το δικό σου που βοηθά τόσους ανθρώπους».

         

Τέλος παρένθεσης.

 

Το επόμενο πρωινό (10 Μάη 1944) η Ελευθερία είναι μόνη της στο πατρικό της, το βορειότερο σπίτι του χωριού Πατσός.

Η συχωριανή και φίλη τους Κουμεντάκη Σμαράγδα ειδοποιεί αλαφιασμένη την Ελευθερία να πει στον αδερφό της το δάσκαλο (που ήταν καταζητούμενος) να το σκάσει αμέσως γιατί οι Γερμανοί κυκλώνουν το χωριό.

Η Ελευθερία την ησυχάζει και την ευχαριστεί.

Ξέρει ότι το πρόβλημα δεν είναι ο Γιώργης, γιατί αυτός είναι μακριά από την Πατσό μαζί με τους απαγωγείς. Το πρόβλημα είναι ότι στο σπίτι υπάρχουν εξαιρετικά επικίνδυνα αντικείμενα που αν βρεθούν από του Γερμανούς θα είναι καταστροφή.

Στο κουτί με τα λίγα κοσμήματα της μητέρας της είναι οι τρεις λίρες μαζί με το σημείωμα που ο Patrick Leigh Fermor έβαλε στην τσέπη του πατέρα της το προηγούμενο βράδυ, είναι ακόμα ένα κατασκοπευτικό Εγγλέζικο μικρό πιστόλι με μύλο και μια μικρή Εγγλέζικη σημαία που τους είχε αφήσει ενθύμιο ένας Εγγλέζος στρατιώτης από το Λίβερπουλ.

Δεν έχει χρόνο να καλοσκεφτεί.

Αρπάζει το κουτί και φεύγει για την «περβόλα», ένα χωράφι τους φυτεμένο με στάρι, 300 μέτρα βορειότερα από το χωριό. Θα θάψει το επικίνδυνο κουτί.

Μα με το που η κοπελιά φτάνει στα θεριεμένα στάχυα της «περβόλας», ακούει μια άγρια φωνή να διατάζει: «Αλτ».

Είναι ένας Γερμανός στρατιώτης που, μια πενηνταριά μέτρα πιο πέρα, στον καλαμιώνα δίπλα στην «περβόλα», στέκει με το όπλο στα χέρια.

Η Ελευθερία αφήνει το κουτί να κυλήσει μέσα στα στάχυα.

Ο Γερμανός στρατιώτης δεν παίρνει χαμπάρι.

Η κοπελιά, τρέμοντας, δοξάζει το Θεό που για άλλη μια φορά τους γλίτωσε από του Χάρου τα δόντια:

 

Αυτήν, και την οικογένειά της, και το χωριό της, και τους απαγωγείς.

Γιατί αν μάθαιναν οι Γερμανοί πως πριν μερικές ώρες ήταν εκεί ο Στρατηγός τους (που λυσσασμένα τον αναζητούν με κάθε μέσο που διαθέτουν σε όλη την Κρήτη, χωρίς όμως να έχουν και το παραμικρό στοιχείο πως βρίσκεται ακόμα στο νησί), θα ήταν ζήτημα ωρών, όχι ημερών, να τον βρουν και να τον ελευθερώσουν, σβήνοντας από προσώπου γης – όπως ήταν η τακτική τους - και όλα τα χωριά που πέρασε η ομάδα των απαγωγέων.

 

Ο μεγάλος κίνδυνος πέρασε.

Ο Γερμανός στρατιώτης πλησιάζοντας διατάσει: «Προέδρου σπίτι».

Η Λευτερία έχει πια ηρεμήσει. Συνέρχεται. Η νέα «μάζωξη» που κάνουν οι Γερμανοί της φαίνεται, σε σύγκριση με την καταστροφή που παρά τρίχα γλίτωσαν, αστείο.

Αναθαρρεύει και αρχίζει το γνώριμο παιγνίδι της «παραπλάνησης» του εχθρού, απαντώντας θυμωμένα στο Γερμανό:

«Μπλέξαμε και γραντίσαμε. Πότε στο σχολείο, πότε στην Εκκλησία, πότε στου προέδρου το σπίτι.»

Ο Γερμανός θυμώνει:

«Τα λόγια σου αποδεικνύουν χωριό σου σωστά κακοσυστημένο».

«Για ιδέστε μωρέ ένα επικίνδυνο χωριό!» απαντά η Κρητικοπούλα, «δέκα γυναίκες και πέντε άντρες!».

Ο Γερμανός αγριεύει με την αυθάδειά της και απειλεί:

«Αμέσως προέδρου σπίτι, ή σε πηγαίνω εγώ».

«Πηγαίνω και μοναχή μου», του αντιμιλά η κοπελιά και παίρνει το δρόμο για το χωριό. Περνά έξω από το πατρικό της και συνεχίζει την ανηφόρα προς το κεντρικό δρόμο του χωριού.

Στο τέλος της ανηφοριάς, στο σπίτι του Βαβουράκη, παραμονεύει η Βηθλεέμ η μητέρα της (το γένος Αγγελάκη, από το γειτονικό χωριό Γερακάρη όπου τρεις μήνες αργότερα οι Γερμανοί συγκέντρωσαν στο σχολείο και στη συνέχεια εκτέλεσαν όλους τους άρρενες κατοίκους του χωριού, πολλοί από τους οποίους ήταν στενοί συγγενείς τους και όλοι γνωστοί και φίλοι τους) και στη στροφή του δρόμου τραβά την Ελευθερία μέσα.

Η Ελευθερία γνωρίζει όλα τα κατατόπια. Ξέρει από πού να προφυλαχτεί. Φεύγει προσεχτικά και πηγαίνει δυτικά να κρυφτεί.

Λίγο έξω από το χωριό, στη θέση «καψές», ακούει να την καλούν χαμηλόφωνα από μια πυκνή συστάδα με χαρουπιές και θάμνους.

Είναι ο θείος της Λευτέρης Γ. Χαροκόπος και ο πρώτος της ξάδερφος Δημήτρης Στ. Παττακός που κρύβονται από τους Γερμανούς.

Κρύβεται μαζί τους και περιμένουν.

Ο θείος της τη ρωτά «Τι ήτανε, μωρή Λευτερία, που πάλευε να σου δώσει χτες βράδυ ο Λη Φέρμορ;».

«Τίποτα», του απαντά φουρκισμένη η Ελευθερία, που ακόμα θυμάται τα χθεσινοβραδινά και το τι τράβηξε για να μη δεχτεί του Λη Φέρμορ την πληρωμή.

Αργότερα οι Γερμανοί αποχωρούν σέρνοντας και μια ομάδα Πατσοτών (γυναίκες και άντρες) για καταναγκαστική εργασία στο Τυμπάκι Ηρακλείου, στο στρατιωτικό αεροδρόμιο.

 

Κάμποσες μέρες μετά μαθαίνουν, όπως και όλος ο κόσμος, ότι οι απαγωγείς έφτασαν με το λάφυρό τους, το στρατηγό Κράιπε, στο Κάιρο. Το σπουδαίο κατόρθωμα των Συμμάχων, που είναι και μεγάλο στραπάτσο για τον «Αξονα», επιδρά καταλυτικά στο ηθικό των δυο αντιπάλων.

Πολλούς μήνες αργότερα έχουν και τα πρώτα νέα για τον αδερφό της το δάσκαλο που ήταν καλά και υπηρετούσε / πολεμούσε με τον «Ιερό Λόχο» των Ελλήνων.

 

Ιδού τι γράφει η πλάκα που τοποθετήθηκε στο Χάρακα στις 21 Μάη του 2010 για να θυμίζει στον επισκέπτη / περιηγητή τα σπουδαία που έγιναν εκεί το Μάη του 1944:

 

 

ΘΕΣΗ: ΠΛΑΤΕΣ – ΧΑΡΑΚΑΣ

ΕΔΩ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ ΤΗΝ 7 & 8 ΜΑΪΟΥ 1944

Η ΟΜΑΔΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΑΠΌ ΤΟΝ ΑΓΓΛΟ Τ/Χ

Π. ΛΗ ΦΕΡΜΟΡ ΜΕ ΤΟΝ ΑΠΑΧΘΕΝΤΑ

ΓΕΡΜΑΝΟ ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΚΡΑΙΠΕ

ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗ

ΝΟΤΙΑ ΚΡΗΤΗ – ΑΙΓΥΠΤΟ

 

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΑΠΟ ΤΟ Χ. ΠΑΤΣΟΣ

ΧΑΡΟΚΟΠΟΣ ΕΥΘ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΕΤΩΝ 25

ΠΑΤΤΑΚΟΣ ΣΤΥΛ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΤΗΝ/ΦΟΣ ΕΤΩΝ 22

 

                             ΔΗΜΟΣ ΣΥΒΡΙΤΟΥ 2010

 

 

Και ιδού τι γράφει ο ένας από τους δυο Βρετανούς πρωταγωνιστές της απαγωγής του Γερμανού Στρατηγού Κράιπε για την Πατσό:


Από το βιβλίο “ILL MET BY MOONLIGHT” του Stanley Moss (πρώτη έκδοση το 1950).

 

(O Πάτρικ Λη Φέρμορ (ταγματάρχης  SOE) και ο Στάνλεϋ Μος (λοχαγός SOE) σχεδίασαν και ηγήθηκαν της «Απαγωγής του Στρατηγού Κράιπε», Απρίλης-Μάης 1944, Κρήτη.)

 


Τα πράγματα δείχνουν να ξεκαθαρίζουν.

Το προχθεσινό βράδυ (7 Μάη) φύγαμε από την κρυψώνα μας στο Γερακάρη και περπατώντας φτάσαμε σύντομα στην Πατσό πριν τα μεσάνυχτα – κι αυτό παρά το γεγονός ότι το μουλάρι που είχαν φέρει για το στρατηγό ήταν τόσο αδύναμο που χρειάστηκε να το αφήσουμε πίσω. Ο στρατηγός αναγκάστηκε να περπατήσει, και περπάτησε μια χαρά χωρίς να μας καθυστερεί. Φαίνεται πως ο αέρας τούτου του βουνού τον ανανεώνει.

Κρυβόμαστε τώρα σε ένα θαυμάσιο μέρος που απέχει κάπου τετρακόσια μέτρα από την Πατσό. Κοιμόμαστε σε ένα πετρόχτιστο καταφύγιο φτιαγμένο στη ρίζα ενός απότομου γκρεμού. Με δέντρα στις τρεις πλευρές και ένα μεγάλο βράχο πίσω μας δεν θα μπορούσαμε να βρούμε πιο προφυλαγμένη τοποθεσία.

. . .

Το φαγητό ήταν εξαιρετικό. Μας φροντίζει μια χαριτωμένη οικογένεια, που, αν και πολύ φτωχή, μας προσφέρει κάθε τι που έχει. Ο πατέρας (Ευθύμιος Γεωργίου Χαροκόπος) είναι ένας ωραίος Κρητικός του παλιού-τύπου, και μας λέει ότι από την αρχή της Γερμανικής κατοχής έχει φροντίσει περισσότερους από εξήντα κυνηγημένους στρατιωτικούς, από τη Βρετανία και τις αποικίες της, που κρύβονταν από τον εχθρό. Η νεαρή κόρη του είναι ένα όμορφο κορίτσι με πρόσωπο σαν λεπτοδουλεμένη κέρινη μάσκα – μια μορφή σαν της «άγνωστης του Seine» – και συνολικά διακατέχεται από τέτοια φυσική χάρη και γλύκα που σπάνια απαντάται στις ντόπιες γυναίκες. Πάει ξεμανίκωτη, ξυπόλυτη και φορά ένα μονοκόμματο φόρεμα, με τα μαλλιά της φτιαγμένα σε δυο μακριές πλεξούδες. Είναι πολύ πιθανό, υποθέτω, πως είναι μόνο γύρω στα δώδεκά της χρόνια, και καλό θα ήτανε να μη σκέφτομαι το πως θα δείχνει σε δέκα χρόνια από τώρα.

Ο αδερφός της, που τον λένε Γιώργη, είναι ένας όμορφος νεαρός με ήσυχους τρόπους και βιβλική φυσιογνωμία. Ξέρει λίγα Αγγλικά και μου έχει πει πως θα ήθελε να έρθει μαζί μας στην Αίγυπτο. Θα τον πάρουμε αν έχει χώρο το μέσο διαφυγής.

. . .

Μας περιποιήθηκαν τόσο καλά σε αυτή την κρυψώνα που το απόγεμα αποφασίσαμε να κάνουμε στην οικογένεια ένα χρηματικό δώρο (μιας και ξέραμε ότι όλη τους η περιουσία ήταν κάτι περισσότερο από λίγα κατσίκια και μερικά ελαιόδενδρα). Ετσι ο Πάντυ (Πάτρικ Λη Φέρμορ) κάλεσε το γερο-πατέρα παράμερα. Του θύμισε ότι πιθανότατα θα παίρναμε το μοναδικό του γιο, το Γιώργη, μαζί μας στην Αίγυπτο, κι έτσι δε θα έμενε κανείς να τον βοηθά. Θα δεχόταν, τον παρακάλεσε ο Πάντυ, αυτό το απελπιστικά μικρής αξίας δώρο των λίγων λιρών σε «αντάλλαγμα» του γιου του;

Μα ο γέρος – όπως ίσως να είχαμε προβλέψει – απλά κίνησε το κεφάλι του, μας ευχαρίστησε για τη σκέψη μας, και ευγενικά αρνήθηκε. Δεν τον πιέσαμε.

Ο Στρατηγός, που παρατηρούσε αυτή τη σκηνή με ενδιαφέρον, εντυπωσιάστηκε εξαιρετικά από την άρνηση του γέρο-άντρα, και είπε κάμποσα γι αυτό σε μένα και τον Πάντυ. Είναι γεγονός πως καθώς περνούν οι μέρες και συναντά κι άλλους Κρητικούς, συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο τη συμπάθειά τους και την αυτοθυσία τους για εμάς. Δεν πιστεύω ότι είχε καταλάβει μέχρι τώρα πόσο πολύ μισητοί είναι οι Γερμανοί στο νησί, και πόσο δημοφιλείς –  σε σύγκριση –, παρά τις απογοητεύσεις και τα προβλήματα, είναι οι Βρετανοί.

Λίγο φαγητό, και συνεχίζουμε για Φωτεινού.


Το παραπάνω κείμενο / βιβλίο γράφτηκε όσο ακόμα τα γεγονότα συνέβαιναν.

Παρά το ότι ήταν έτοιμο από το 1945, μόνο το 1950 επέτρεψαν την κυκλοφορία του.

 

Η Ελλάδα, αρκεί να το θελήσει, έχει πολλά τέτοια κείμενα να επιδείξει, και πολλούς Ελληνες πατριώτες που την τίμησαν όπως εκείνος ο Κρητικός, ο Ευθύμιος Γεωργίου Χαροκόπος και η οικογένειά του, στις δύσκολες κι επικίνδυνες μέρες της Κατοχής.

 

Ο Ευθύμιος δεν ήταν κανένας άμυαλος «πιτσιρικάς» που έψαχνε την περιπέτεια. Ενας εμπειροπόλεμος – από τα γεννοφάσκια του - σοβαρός άνθρωπος ήταν, με οικογένεια, υποχρεώσεις και προβλήματα.

Γνώριζε πολύ καλά πόσα διακινδύνευε με την υποστήριξη που πρόσφερε στην ομάδα των απαγωγέων. Φτωχός ήταν, μα απλόχερα πρόσφερε όσα είχε για να στηρίξει τη διαφυγή των απαγωγέων με το στρατηγό Κράιπε στην Αίγυπτο. 

Το ίδιο έκανε άλλωστε σε όλη τη διάρκεια της κατοχής βοηθώντας τους πεινασμένους και κυνηγημένους συμμάχους στρατιώτες που περνούσαν από τα μέρη του να σταθούν στα πόδια τους και να συνεχίσουν, αλλά και όσους Ελληνες πατριώτες, δεξιούς κι αριστερούς, αγωνίζονταν ενάντια στον κατακτητή.

 

Είναι κρίμα να ξυπνά η Ελλάδα μόνο ύστερα από εξήντα έξι χρόνια για να τιμήσει τους πρωταγωνιστές ενός σπουδαίου γεγονότος.

Και είναι χειρότερο κρίμα η σημερινή Ελλάδα να τιμά τους δευτεραγωνιστές, ξεχνώντας αυτούς που την ώρα της κρίσης και της αλήθειας τους θαύμασαν και οι Εγγλέζοι σύμμαχοι και οι Γερμανοί κατακτητές.

Σύμφωνα με το βιβλίο του Moss, η σημαντική υποστήριξη που έλαβαν από το χωριό Πατσός για την επιτυχημένη ολοκλήρωση της διαφυγής της ομάδας των απαγωγέων με το Στρατηγό Κράιπε στην Αίγυπτο, είχε έναν κεντρικό πρωταγωνιστή, τον Ευθύμιο Γεωργίου Χαροκόπο: αυτόν που τους έδωσε απλόχερα ό,τι χρειάζονταν, αυτόν που ρισκάρισε τα πάντα για χάρη τους, αυτόν που προσπάθησαν να πληρώσουν. Στη συνέχεια είναι όλοι οι άλλοι.

Τόσο η «έξωθεν» μαρτυρία (τα βιβλία των Βρετανών που σχεδίασαν και ηγήθηκαν της απαγωγής στηριζόμενοι σε αντάρτες Κρητικούς αλλά και στους κατά τόπους απροσκύνητους Κρητικούς) όσο και η μαρτυρία της νεαρής – τότε – Ελευθερίας για όσα έζησε η ίδια (οι απόγονοι όσων επίσης έλαβαν μέρος μπορούν να ερωτηθούν) ένα πράγμα επιβεβαιώνουν: η μαρμάρινη πλάκα που κρέμασαν στο βράχο στο Χάρακα δεν είναι η πρέπουσα.

 

Στην «τελετή» χρίσης ηρώων, το Μάη του 2010 στο Χάρακα Πατσού, είχαν φέρει μέχρι και «σώμα απόδοσης τιμών», και μουσικούς και κάμερες.

Μάταια περιμέναμε να ακούσουμε από τους ομιλητές το τι συνέβη εκεί το Μάη του ’44 (μίλησαν περί ανέμων, υδάτων και «γενικώς»). Ούτε κουβέντα επί της ουσίας. Μετά τις ομιλίες υπήρξε έντονος διαπληκτισμός με τους διοργανωτές της «τελετής» και αποχωρήσαμε.

Ο Δήμαρχος (που ως επί κεφαλής επίσημος της «τελετής» έκανε τα αποκαλυπτήρια της «πλάκας») συνειδητοποιώντας ότι τον ενέπαιξαν και ότι εκμεταλλεύτηκαν το αξίωμά του, επίσης εγκατέλειψε στη μέση την εκδήλωση και μας ακολούθησε ως το εκκλησάκι αναβαστώντας την ταραγμένη Ελευθερία από τη μια πλευρά, και προσπαθώντας, στα πέντε λεπτά που περπατήσαμε μαζί, να μας δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.

 

Αν θέλατε να πείτε στα Ελληνόπουλα μια ιστορία από τότε, θα τους μιλούσατε για τον «ηρωικό ημιονηγό», ή για το γερό-Κρητικό που αποδείχτηκε υπόδειγμα πατριωτισμού και αξιοπρέπειας και ανθρωπιάς και αποκούμπι όλων όσων αντιστέκονταν στον κατακτητή, ή για την ατίθαση Κρητικοπούλα που τη ώρα της κρίσης είχε και το υπόβαθρο, και το θάρρος, και το θράσος, και το μυαλό, και τη θέληση να κρατήσει την τιμή της Ελλάδας ψηλά, πάνω και από τη Γερμανία (τον κατακτητή) και από την Αγγλία (το σύμμαχο);

Είναι κρίμα να «θάβουν» τα σημαντικά, για να δώσουν αξία στα συνηθισμένα.

Τα Ελληνόπουλα θα ήταν περήφανα για την ιστορία τους, μα ποιος να τους την πει;

 

Οι αλήθειες στα απομνημονεύματα του καπετάν Μανώλη Μπαντουβά (αυτού του «αμόρφωτου» μα σοφού Κρητικού βοσκού και αναμφισβήτητου Ηρωα που κατάφερε να κάνει τους Γερμανούς να τρέμουν ακούγοντας το όνομά του) καίνε και τσουρουφλάνε σήμερα περισσότερο από ποτέ:

 

«Αλλα κράτη δεν έχουνε ιστορία, όπως η Ελλάδα, και δημιουργούνε ψεύτικη ιστορία για τσι μεταγενέστερους.

Εμείς έχομε ιστορία και την (γ)καταστρέφομε και τη νοθεύομε και τη (ν)ταχτοποιούμε και την (μ)παρουσιάΖομε όπου βγαίνουνε τα μέτρα μας, εκείνω που τη (γ)κάνουνε. Εκείνω, δηλαδή, που την αξιοποιούνε με το (ν)τρόπο που γίνεται μέχρι σήμερο: Στρατηγών, πολιτικών και λοιπών.»

 

Ευχαριστώ.

 

Μανώλης Παττακός του Κωνσταντίνου και της Ελευθερίας

e-mail: man@pattakon.com